Ταρσικόν

Ταρσικόν
Ταρσικός
of Tarsus
masc acc sg
Ταρσικός
of Tarsus
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταρσικός — (I) και θαρσικός, ή, όν, Α [ταρσός] 1. αυτός που προέρχεται από την Ταρσό τής Μικράς Ασίας («ταρσικὸν ἐλλύχνιον» επίθεμα για οιδήματα, Αέτ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ ταρσικοί ονομασία σχολής τραγικών ποιητών. (II) ή, ό, Ν ανατ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”